- αλληλοτρώγομαι
- 1) грызться, ссориться;2) пожирать друг друга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλληλοτρώγομαι — και αλληλοφαγώνομαι ώθηκα, τρώγομαι (διαφωνώ, φιλονικώ κτλ.) αμοιβαία με άλλον ή άλλους: Είναι στενοί συγγενείς, αλλά αλληλοτρώγονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλοτρώγομαι — 1. (για ψάρια) τρώγω κάποιο και τρώγομαι από αυτό 2. βρίσκομαι σε διαμάχη, σε φιλονικία, σε αλληλοσπαραγμό με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + τρώγω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αλληλοφαγώνομαι — αλληλοτρώγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + φαγώνομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοφάγωμα] … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek